- ὀρχήματα
- ὄρχημαdanceneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀρχήματ' — ὀρχήματα , ὄρχημα dance neut nom/voc/acc pl ὀρχήματι , ὄρχημα dance neut dat sg ὀρχήματε , ὄρχημα dance neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιάπτω — ἰάπτω (Α) 1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ εἰς ἡμᾱς βέλη», Αισχύλ.) 2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.) 3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ 4. βλάπτω, ζημιώνω … Dictionary of Greek